Η τοιχοποιία είναι ο αρχαιότερος και με εξαίρεση κάποιες ξύλινες
κατασκευές,
ο μοναδικός τρόπος δόμησης μέχρι την εμφάνιση του χάλυβα και του beton
τους τελευταίους δύο αιώνες. Από τα πανάρχαια χρόνια, μία
κατασκευή σπιτιου μπορούσε να γίνει συναρμολογόντας πέτρες και σηκώνοντας μ’αυτό τον τρόπο
τοίχους. Τοίχοι είναι δυνατόν να κατασκευαστούν χωρίς κανένα συνδετικό
κονίαμα (λάσπη), απλώς και μόνο τοποθετόντας τις πέτρες τη μία πάνω στην
άλλη (ξερολιθιά). Σ’αυτή την περίπτωση η αντοχή του τοιχίου σε πλάγιες
δυνάμεις είναι σχετικά μειωμένη, αλλά και πάλι, εάν οι πέτρες έχουν
τοποθετηθεί με σωστό τρόπο το τοιχίο σηκώνει αρκετά σημαντικά κατακόρυφα
φορτία. Με την χρήση, ωστόσο, λάσπης σαν συνδετικό κονίαμα (και βέβαια
στην ιστορία της τοιχοποιίας υπήρξαν πολλά είδη συνδετικών κονιαμάτων),
το τοιχίο μας αποκτά αντιστάσεις και στις πλάγιες φορτίσεις. Η καλή
αρμολόγηση (το σωστό ταίριασμα των λίθων και η σωστή τοποθέτηση
συνδετικού κονιάματος) παίζει πρωτεύοντα ρόλο για την πετυχημένη
κατασκευή ενός τοίχου.
Ανάλογα με το σκοπό που επιτελεί μία τοιχοποιία, κατατάσεται σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:
α. φέρουσα, στην περίπτωση που αποτελεί το σκελετό (ή έστω και μέρος του) μίας κατασκευής και αναλαμβάνει σημαντικά φορτία,
β. πλήρωσης, όταν τη χρησιμοποιούμε μόνο για να γεμίσουμε κενά ανάμεσα
στα στοιχεία του σκελετού, ενώ συνήθως ο ίδιος ο σκελετός της κατασκευής
έχει γίνει από άλλο υλικό (π.χ. οπλισμένο σκυρόδεμα) και
γ. διακοσμητική, όπου τοποθετείται για επικάλυψη άλλων επιφανειών για λόγους εμφάνισης ή και ακόμα και για λόγους μόνωσης.